Το 1995 ο Καναδάς αντιμετώπιζε μια πολύ σοβαρή δημοσιονομική κρίση που προμήνυε «ελληνικές εξελίξεις». Το δημόσιο χρέος είχε φτάσει το 78%, το δημοσιονομικό έλλειμμα κυμαινόταν στο 6% και οι κρατικές δαπάνες είχαν φτάσει στο 53% του ΑΕΠ. Επιπλέον το 30% των εσόδων διατίθεντο για την εξυπηρέτηση του χρέους και τα επιτόκια είχε σκαρφαλώσει σε απαγορευτικά ύψη. Τα κρατικά ομόλογα του Καναδά ήσαν μόνο για «φτύσιμο». Κατά κάποιο τρόπο η ιστορία του Καναδά θύμιζε την Ελλάδα. Η «αμαρτωλή περίοδος» και εκεί ήταν η δεκαετία του '80. Το δημοσιονομικό έλλειμμα διπλασιάσθηκε μεταξύ του 1980 και του 1990 ενώ το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε το 1993-94 το 78% από 29% που ήταν το 1980.
Ήταν χαρακτηριστικό της κατάστασης που αντιμετώπιζε ο Καναδάς ότι η μεγαλύτερη οικονομική εφημερίδα των ΗΠΑ η Wall Street Journal δημοσίευσε άρθρο στο οποίο ο Καναδάς αποκαλείτο «ένα τιμημένο μέλος του Τρίτου Κόσμου».
Ευτυχώς όμως η χώρα βρέθηκε να έχει στο τιμόνι δυο σπονδυλωμένους πολιτικούς. Τον γόνο οικογένειας εργατών πρωθυπουργό Ζαν Κρετιέν και των χαρισματικό υπουργό Οικονομικών Πολ Μαρτιν -και οι δυο ανήκαν στο (σοσιαλδημοκρατικό) Φιλελεύθερο κόμμα. Οι δυο αυτοί πολιτικοί με την άνοδο του κόμματος τους στην εξουσία, αμέσως κατάλαβαν ότι ο χρόνος για τα πολλά λόγια είχε περάσει και ότι τώρα απαιτείτο άμεση και ριζική δράση: «Αν δεν παίρναμε δραστικά μέτρα, ο Καναδάς θα γινόταν η σημερινή Ελλάδα» δήλωνε ο Κρετιέν σε πρόσφατη συνέντευξη. Και έτσι ο Καναδάς οδηγήθηκε στην περίφημη μεταρρύθμιση του 1995 που αποτελεί σταθμό στην πρόσφατη ιστορία του Καναδά.
Το κύριο χαρακτηριστικό της μεταρρύθμισης ήταν ότι επικεντρώθηκε ευθύς εξ αρχής στην περιστολή των κρατικών δαπανών και στην μείωση του κράτους ένα παράλληλα αυξήθηκαν ελάχιστα οι φόροι-και μόνο στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις. Στην ουσία επικράτησε ο κανόνας: Κάθε 1 δολάριο αύξησης των φόρων θα έπρεπε να συνοδεύεται από 7 δολάρια μείωσης των δαπανών.
Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Καναδά ευθύς αμέσως ακολούθησε μια συνειδητή αντί-Κεϊνσιανή πολιτική που συνοψιζόταν στο σύνθημα «μικρότερο αλλά ευφυέστερο κράτος». Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 12% τα επόμενα 2 έτη. Ευθύς αμέσως υπήρξε μαζική κατάργηση των διαφόρων προγραμμάτων. Μόνο στο υπουργείο Βιομηχανίας τα προγράμματα μειώθηκαν από 64 σε 11. Οι δαπάνες των υπουργείων μειώθηκαν από 5%-σε 70%. Οι μεγαλύτερες περικοπές έγιναν στις μεταφορές, την εθνική άμυνα και στις δαπάνες υγείας και παιδείας. Αντιθέτως δεν έγινε σχεδόν καμιά μείωση στις συντάξεις και στα προγράμματα ενίσχυσης των ιθαγενών (Ινδιάνων).
Επίσης με το «καλημέρα» απολύθηκαν (χωρίς να μπουν σε «εφεδρεία»…) 60.000 δημόσιοι υπάλληλοι σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό ισοδυναμούσε με 16,2% του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ανάλογες μειώσεις έγιναν και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα ότι μετά από τρία έτη το έλλειμμα εξαφανίσθηκε και ότι για τα επόμενα 11 έτη ο Καναδάς δημιουργούσε πρωτογενή πλεονάσματα. Παράλληλα μείωσε το χρέος κατά 50%. Όλα αυτά επισημάνουμε έγιναν χωρίς να αυξηθούν σημαντικά οι φόροι. Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα μάλιστα επέτρεψαν στην κυβέρνηση να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές: O φόρος εισοδήματος μειώθηκε στο 29%, ο ομοσπονδιακός ΦΠΑ σε 5%, ο φόρος επί των κεφαλαίων σε 15% και ο φόρος των επιχειρήσεων σε 15%. Επί πλέον η κυβέρνηση διεύρυνε το αριθμό των μη φορολογούμενων αποταμιευτικών καταθέσεων στην χώρα.
Η εμπειρία του Καναδά διέψευσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τις κεινσιανες Κασσάνδρες που και τότε ,όπως και σήμερα, κλαψούριζαν για το πρόγραμμα λιτότητας και προφήτευαν την κατάρρευση της «ζήτησης» και την «έκρηξη της ανεργίας». Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη. Η ανεργία όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα άρχισε να μειώνεται σημαντικά μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων. Σε πολύ σύντομο διάστημα ο μέσος ορος ανεργίας του Καναδά ήταν ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του G-7! Ο Καναδάς σε ένα ταχύτατο χρονικό διάστημα μεταβλήθηκε σε μια από τις πιο δυναμικές οικονομίες με μέσο όρο ανάπτυξης από το 1995 μέχρι σήμερα 3% του ΑΕΠ.
Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με τον οικονομολόγο Brian Lee Crowley που είναι διευθυντής του Καναδικού think tank Mackdonald –Laurier Institute και του ζητήσαμε να μας συνοψίσει τους λόγους για τους οποίους κατά την γνώμη του πέτυχε η μεταρρύθμιση του Καναδά:
«Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος ήταν ότι και τα δυο μεγάλα κόμματα –τόσο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ήταν στην εξουσία όσο και τον συντηρητικό κόμμα της Αντιπολίτευσης-ήσαν ενωμένα γύρω από τον κοινό στόχο της μείωσης του κράτους και της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Η τάξη των πολιτικών έπαψε να βλέπει την οικονομική κρίση ως ένα θέμα που προσφερόταν για κομματική εκμετάλλευση και την είδαν ως ένα ζωτικό θέμα εθνικού συμφέροντος»
Όμως η συναίνεση δεν λειτούργησε μόνο στο επίπεδο των πολιτικών. Λειτούργησε και στο επίπεδο της κοινωνίας. Πως επιτεύχθηκε αυτό;
«Υπήρξε μια σαφής διαβεβαίωση από τους πολιτικούς ότι από την στιγμή που καταφέρναμε να στρίψουμε το καράβι και να αποφύγουμε την καταστροφή και να επανέλθουμε στο χώρο της ανάπτυξης θα υπήρχαν άμεσα οφέλη για τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση τήρησε την υπόσχεση και μόλις βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση προχώρησε σε ριζική περιστολή των φόρων»
Ζητήσαμε από τον συνομιλητή μας να μας εξηγήσει τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων: «Δεν προσδιορίσαμε εκ των προτέρων ένα αριθμό που θα έπρεπε να απολυθεί. Κάναμε μια αναλυτική αξιολόγηση των προγραμμάτων των διαφόρων υπουργείων. Αν το πρόγραμμα δεν χρειαζόταν ή αν μπορούσε να υλοποιηθεί με μικρότερο κόστος από τον ιδιωτικό τομέα τότε το καταργούσαμε –κάτι που φυσικά σήμαινε και τον τερματισμό της απασχόλησης ενός μεγάλου μέρους εκείνων που απασχολούντο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα».
Και πως δεν προκάλεσε η περιστολή των κρατικών δαπανών ανεργία ζητήσαμε να μάθουμε: «Διότι απλούστατα οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου έπαψαν να εκτοπίζουν τα διαθέσιμα κεφάλαια και να ωθούν στα ύψη τα επιτόκια με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα».
Μια φυσικά από τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του Καναδά και της Ελλάδας είναι ότι ο Καναδάς έχει δικό του νόμισμα και μπορεί να ασκήσει αυτόνομη νομισματική πολιτική. Έτσι σε όλη εκείνη την περίοδο η τιμή του Καναδικού δολαρίου μειώθηκε από 1.38 ανά αμερικανικό δολάριο το 1995 σε 1,62 το 2002. Ζητήσαμε από τον συνομιλητή μας να αξιολογήσει την σημασία που είχε αυτή η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην ανάκαμψη.
«Δεν νομίζω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο παρ όλο που ασφαλώς βοήθησε. Τα κεντρικά σημεία ήταν οι μεταρρυθμίσεις η μείωση των δαπανών και η ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση στην αποδοχή της αρχής ότι το κράτος θα έπρεπε να μάθει να ζει με αυτά που βγάζει»
source. protagon.gr
Ήταν χαρακτηριστικό της κατάστασης που αντιμετώπιζε ο Καναδάς ότι η μεγαλύτερη οικονομική εφημερίδα των ΗΠΑ η Wall Street Journal δημοσίευσε άρθρο στο οποίο ο Καναδάς αποκαλείτο «ένα τιμημένο μέλος του Τρίτου Κόσμου».
Ευτυχώς όμως η χώρα βρέθηκε να έχει στο τιμόνι δυο σπονδυλωμένους πολιτικούς. Τον γόνο οικογένειας εργατών πρωθυπουργό Ζαν Κρετιέν και των χαρισματικό υπουργό Οικονομικών Πολ Μαρτιν -και οι δυο ανήκαν στο (σοσιαλδημοκρατικό) Φιλελεύθερο κόμμα. Οι δυο αυτοί πολιτικοί με την άνοδο του κόμματος τους στην εξουσία, αμέσως κατάλαβαν ότι ο χρόνος για τα πολλά λόγια είχε περάσει και ότι τώρα απαιτείτο άμεση και ριζική δράση: «Αν δεν παίρναμε δραστικά μέτρα, ο Καναδάς θα γινόταν η σημερινή Ελλάδα» δήλωνε ο Κρετιέν σε πρόσφατη συνέντευξη. Και έτσι ο Καναδάς οδηγήθηκε στην περίφημη μεταρρύθμιση του 1995 που αποτελεί σταθμό στην πρόσφατη ιστορία του Καναδά.
Το κύριο χαρακτηριστικό της μεταρρύθμισης ήταν ότι επικεντρώθηκε ευθύς εξ αρχής στην περιστολή των κρατικών δαπανών και στην μείωση του κράτους ένα παράλληλα αυξήθηκαν ελάχιστα οι φόροι-και μόνο στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις. Στην ουσία επικράτησε ο κανόνας: Κάθε 1 δολάριο αύξησης των φόρων θα έπρεπε να συνοδεύεται από 7 δολάρια μείωσης των δαπανών.
Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Καναδά ευθύς αμέσως ακολούθησε μια συνειδητή αντί-Κεϊνσιανή πολιτική που συνοψιζόταν στο σύνθημα «μικρότερο αλλά ευφυέστερο κράτος». Οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 12% τα επόμενα 2 έτη. Ευθύς αμέσως υπήρξε μαζική κατάργηση των διαφόρων προγραμμάτων. Μόνο στο υπουργείο Βιομηχανίας τα προγράμματα μειώθηκαν από 64 σε 11. Οι δαπάνες των υπουργείων μειώθηκαν από 5%-σε 70%. Οι μεγαλύτερες περικοπές έγιναν στις μεταφορές, την εθνική άμυνα και στις δαπάνες υγείας και παιδείας. Αντιθέτως δεν έγινε σχεδόν καμιά μείωση στις συντάξεις και στα προγράμματα ενίσχυσης των ιθαγενών (Ινδιάνων).
Επίσης με το «καλημέρα» απολύθηκαν (χωρίς να μπουν σε «εφεδρεία»…) 60.000 δημόσιοι υπάλληλοι σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό ισοδυναμούσε με 16,2% του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ανάλογες μειώσεις έγιναν και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα ότι μετά από τρία έτη το έλλειμμα εξαφανίσθηκε και ότι για τα επόμενα 11 έτη ο Καναδάς δημιουργούσε πρωτογενή πλεονάσματα. Παράλληλα μείωσε το χρέος κατά 50%. Όλα αυτά επισημάνουμε έγιναν χωρίς να αυξηθούν σημαντικά οι φόροι. Τα δημοσιονομικά πλεονάσματα μάλιστα επέτρεψαν στην κυβέρνηση να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές: O φόρος εισοδήματος μειώθηκε στο 29%, ο ομοσπονδιακός ΦΠΑ σε 5%, ο φόρος επί των κεφαλαίων σε 15% και ο φόρος των επιχειρήσεων σε 15%. Επί πλέον η κυβέρνηση διεύρυνε το αριθμό των μη φορολογούμενων αποταμιευτικών καταθέσεων στην χώρα.
Η εμπειρία του Καναδά διέψευσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τις κεινσιανες Κασσάνδρες που και τότε ,όπως και σήμερα, κλαψούριζαν για το πρόγραμμα λιτότητας και προφήτευαν την κατάρρευση της «ζήτησης» και την «έκρηξη της ανεργίας». Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη. Η ανεργία όχι μόνο δεν αυξήθηκε αλλά αντίθετα άρχισε να μειώνεται σημαντικά μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων. Σε πολύ σύντομο διάστημα ο μέσος ορος ανεργίας του Καναδά ήταν ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του G-7! Ο Καναδάς σε ένα ταχύτατο χρονικό διάστημα μεταβλήθηκε σε μια από τις πιο δυναμικές οικονομίες με μέσο όρο ανάπτυξης από το 1995 μέχρι σήμερα 3% του ΑΕΠ.
Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με τον οικονομολόγο Brian Lee Crowley που είναι διευθυντής του Καναδικού think tank Mackdonald –Laurier Institute και του ζητήσαμε να μας συνοψίσει τους λόγους για τους οποίους κατά την γνώμη του πέτυχε η μεταρρύθμιση του Καναδά:
«Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος ήταν ότι και τα δυο μεγάλα κόμματα –τόσο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που ήταν στην εξουσία όσο και τον συντηρητικό κόμμα της Αντιπολίτευσης-ήσαν ενωμένα γύρω από τον κοινό στόχο της μείωσης του κράτους και της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Η τάξη των πολιτικών έπαψε να βλέπει την οικονομική κρίση ως ένα θέμα που προσφερόταν για κομματική εκμετάλλευση και την είδαν ως ένα ζωτικό θέμα εθνικού συμφέροντος»
Όμως η συναίνεση δεν λειτούργησε μόνο στο επίπεδο των πολιτικών. Λειτούργησε και στο επίπεδο της κοινωνίας. Πως επιτεύχθηκε αυτό;
«Υπήρξε μια σαφής διαβεβαίωση από τους πολιτικούς ότι από την στιγμή που καταφέρναμε να στρίψουμε το καράβι και να αποφύγουμε την καταστροφή και να επανέλθουμε στο χώρο της ανάπτυξης θα υπήρχαν άμεσα οφέλη για τον πληθυσμό. Η κυβέρνηση τήρησε την υπόσχεση και μόλις βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση προχώρησε σε ριζική περιστολή των φόρων»
Ζητήσαμε από τον συνομιλητή μας να μας εξηγήσει τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων: «Δεν προσδιορίσαμε εκ των προτέρων ένα αριθμό που θα έπρεπε να απολυθεί. Κάναμε μια αναλυτική αξιολόγηση των προγραμμάτων των διαφόρων υπουργείων. Αν το πρόγραμμα δεν χρειαζόταν ή αν μπορούσε να υλοποιηθεί με μικρότερο κόστος από τον ιδιωτικό τομέα τότε το καταργούσαμε –κάτι που φυσικά σήμαινε και τον τερματισμό της απασχόλησης ενός μεγάλου μέρους εκείνων που απασχολούντο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα».
Και πως δεν προκάλεσε η περιστολή των κρατικών δαπανών ανεργία ζητήσαμε να μάθουμε: «Διότι απλούστατα οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου έπαψαν να εκτοπίζουν τα διαθέσιμα κεφάλαια και να ωθούν στα ύψη τα επιτόκια με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα».
Μια φυσικά από τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του Καναδά και της Ελλάδας είναι ότι ο Καναδάς έχει δικό του νόμισμα και μπορεί να ασκήσει αυτόνομη νομισματική πολιτική. Έτσι σε όλη εκείνη την περίοδο η τιμή του Καναδικού δολαρίου μειώθηκε από 1.38 ανά αμερικανικό δολάριο το 1995 σε 1,62 το 2002. Ζητήσαμε από τον συνομιλητή μας να αξιολογήσει την σημασία που είχε αυτή η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην ανάκαμψη.
«Δεν νομίζω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο παρ όλο που ασφαλώς βοήθησε. Τα κεντρικά σημεία ήταν οι μεταρρυθμίσεις η μείωση των δαπανών και η ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση στην αποδοχή της αρχής ότι το κράτος θα έπρεπε να μάθει να ζει με αυτά που βγάζει»
source. protagon.gr